Οδηγός ταινιών: Ένας γοητευτικός απατεώνας, το Tron: Ares και ο τρόμος του σκύλου – Δείτε τα trailers

Μπαίνοντας στη χειμερινή σεζόν και λόγω καιρού, οι κινηματογραφόφιλοι θα συναντήσουν στις μαρκίζες των σινεμά, έναν παράξενα γοητευτικό απατεώνα στο φιλμ, του Ντέρεκ Σίαφρανς, «Roofman», με τον Τσάνινγκ Τέιτουμ, ένα συμπαθέστατο σκύλο, που πρωταγωνιστεί στην ταινία τρόμου «Good Boy» και τη συνέχεια του φουτουριστικού μπλοκμπάστερ «Tron: Legacy» της Disney. Τρεις από τις έξι πρεμιέρες της εβδομάδας, που αναμένεται να προσελκύσουν το κοινό, λίγες ημέρες πριν το φινάλε του 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας.

Roofman

(“Roofman”) Αισθηματική κωμική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Ντέρεκ Σίανφρανς, με τους Τσάνινγκ Τέιτουμ, Κίρστεν Ντανστ, Πίτερ Ντίνκλατζ, Κιθ Στάνφιλντ, Μπεν Μέντελσον κα.

Ο ακριβοθώρητος πια Ντέρεκ Σιάνφρανς, επιστρέφει έπειτα από εννέα χρόνια, με τούτη τη σκεπτόμενη, ευχάριστη μαύρη κωμωδία, που συνδυάζει τον ρομαντισμό με την περιπέτεια, βασισμένος σε μία απίστευτη αληθινή ιστορία.

Ο στιλίστας Σιάνφραν, του δυνατού «Blue Valentine», που αρέσκεται να παντρεύει διαφορετικά είδη στις ταινίες του, εδώ θα κάνει ένα μικρό καλοπροαίρετο βήμα προς τον κινηματογράφο ευρύτερης αποδοχής, χωρίς να χάνει την έμπνευσή του, το ξεχωριστό του βλέμμα, στρεφόμενος προς τη ρομαντική γλυκόπικρη κωμωδία.

Και έχοντας ως εφόδιο δυο γνωστά ονόματα για πρωταγωνιστές, τον Τσάνιγκ Τέιτουμ, που αποδεικνύει ότι έχει και κάποιο ταλέντο και την πολυσύνθετη Κίρστεν Ντανστ, ένα ζευγάρι που αναπτύσσει μία ομολογουμένως καλή χημεία.

Ο Τζέφρι Μάντσεστερ, ένας πρώην στρατιωτικός και γοητευτικός ένοπλος ληστής γνωστός ως Roofman, εισέβαλε σε περισσότερα από 40 εστιατόρια McDonald’s περνώντας από τη στέγη των κτιρίων. Εκτίοντας ποινή 45 ετών και αποφασισμένος να δει ξανά την οικογένειά του, ο Τζέφρι κάνει μια περίτεχνη απόδραση από τη φυλακή και καταφεύγει έξυπνα σε ένα μεγάλο κατάστημα παιχνιδιών. Με ένα μεγάλο ανθρωποκυνηγητό σε εξέλιξη, ο Τζέφρι κρύβεται ανάμεσα σε πολλά παιχνίδια, αλλά όλα αλλάζουν όταν ερωτεύεται τη μεγαλόκαρδη Λι…

Έχοντας ως ήρωα έναν καλοσυνάτο ληστή, που είναι ευγενικός με τους υπαλλήλους των καταστημάτων που κλέβει, έχει το ταλέντο της παρατήρησης, στις αποδράσεις και να μένει σχεδόν αόρατος από τους διώκτες του, θα βρεθεί μπροστά στον κεραυνοβόλο έρωτα, μίας ανύπαντρης μητέρας, έπειτα από την οδυνηρή εγκατάλειψή από την σύζυγό του. Ένας ευχάριστος τύπος, που όμως κάνει όλες τις λάθος επιλογές για τους σωστούς επί το πλείστον λόγους…

Βεβαίως, ο θεατής θα πρέπει να συμβιβαστεί με τα απίστευτα που γίνονται στην ταινία – πώς ένας καταζητούμενος μένει αθέατος σε ένα κατάστημα; – αλλά απ’ ό,τι φαίνεται ορισμένες φορές η ζωή είναι πιο απίστευτη ακόμη και από τα πιο ευφάνταστα σενάρια.

Ο Σίανφρανς, που ισορροπεί τις περισσότερες φορές ικανοποιητικά μεταξύ του αυθεντικού ανεξάρτητου σινεμά και των χολιγουντιανών συμβάσεων, τελικά θα προτιμήσει να κάνει μία ταινία με ήρωα έναν εγκάρδιο απατεώνα και για τη δύναμη της αγάπης, παρά μία πιο σκοτεινή και σκληρή περιπέτεια και με περισσότερο βάθος ιστορίας. Μια επιλογή που σε μεγάλο βαθμό τον δικαιώνει, καθώς τουλάχιστον προσφέρει δυο ξένοιαστες ευχάριστες ώρες.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας γοητευτικός ένοπλος ληστής γνωστός ως Roofman, που εισέβαλε σε περισσότερα από 40 εστιατόρια McDonald’s περνώντας από τη στέγη των κτιρίων, κάνει μία περίτεχνη απόδραση από τη φυλακή και κρύβεται σε ένα παιχνιδάδικο, αλλά όλα θα αλλάξουν όταν θα ερωτευθεί.

Good Boy

(“Good Boy”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Μπεν Λέονμπεργκ, με τους Σέιν Τζένσεν, Άριελ Φρίντμαν, Στιούαρτ Ρούντιν κα.

Έχοντας κάνει ιδιαίτερο γκελ στους λάτρεις των ταινιών τρόμου και θρίλερ, το φιλμ του πρωτόβγαλτου Μπεν Λέονμπεργκ, ανεξάρτητης παραγωγής, διαθέτει και πρωτοτυπία και συγκίνηση, καθώς πρωταγωνιστεί ένας συμπαθέστατος σκύλος, ο Ίντι, ένας πραγματικός σταρ, που βάζει τα γυαλιά σε πολλούς «συναδέλφους» του στην Αμερική.

Οι ζωόφιλοι, δεν πρέπει να ανησυχούν, καθώς ο τρόμος δεν προκαλείται απ’ αυτά που περνά ο σκύλος, αλλά από την αντιπαραβολή όσων βλέπει ο Ίντι και εκείνων που αγνοεί ο ιδιοκτήτης του.

Άλλωστε, πέρα από κάποιες αρκετά τρομαχτικές σκηνές, το φιλμ λειτουργεί ως ένας συναισθηματικός και συγκινητικός φόρος τιμής στο δέσιμο μεταξύ ανθρώπων και των τετράποδων φίλων τους, χωρίς, όμως, ίχνος ψεύτικου συναισθηματισμού.

Ο Τοντ και ο αγαπημένος του σκύλος Ίντι εγκαταλείπουν τη ζωή στην πόλη και μετακομίζουν στην εγκαταλελειμμένη από καιρό καλύβα του παππού του στην εξοχή. Από την πρώτη στιγμή η αφοσίωση του Ίντι είναι ακλόνητη, αλλά η ανησυχία του για το στοιχειωμένο σπίτι γίνεται όλο και πιο έντονη. Σύντομα, αρχίζει να αντιλαμβάνεται όσα τρομαχτικά δεν μπορούν να δουν οι άνθρωποι. Όταν ο Τοντ αρχίζει να υποκύπτει στη διαβρωτική δύναμη που καταλαμβάνει το σπίτι, ο Ίντι θα κληθεί να παλέψει, προκειμένου να σώσει τον ιδιοκτήτη του.

Ο Λέονμπεργκ, ισορροπώντας το ανατριχιαστικό με το συγκινητικό, κατορθώνει μέσα από το βλέμμα του σκύλου να αφηγηθεί πειστικά, πρωτότυπα και με μία αυθεντική οικειότητα, αποφεύγοντας ψηφιακές εφαρμογές, την απλή ιστορία ενός στοιχειωμένου σπιτιού, που τόσες φορές μας έχει κάνει να βαρεθούμε τη ζωή μας, στις αμέτρητες ταινίες τρόμου με αυτό το θέμα.

Ο διεισδυτικός χαρακτήρας του συμπαθέστατου σκύλου δεν είναι ακόμη ένα φτηνό τέχνασμα που κρατά όλη την ταινία, αλλά μέρος της δραματουργίας, καθώς αντικαθιστά τον πρωταγωνιστή, έναν αδιάφορο έως ανόητο και βολικό ανθρώπινο χαρακτήρα. Ο Ίντι δεν έχει γνώση για το τι συμβαίνει, ούτε καν επίγνωση του τι είναι στοιχειωμένο σπίτι και ως εκ τούτου, οι αντιδράσεις του είναι πιο τρομαχτικές και αληθινές από αυτές ενός ανθρώπου. Κάτι που επιτείνει την αγωνία, καθώς ο σκύλος είναι δέσμιος των κακών αποφάσεων του ιδιοκτήτη του.

Εξαιρετική δουλειά και από τον διευθυντή φωτογραφίας Γουέιντ Γκρέμπνοελ, που κρατά την κάμερα στο ύψος των ματιών του σκύλου, χρησιμοποιώντας την οπτική του γωνία για να δείξει πώς βλέπει αυτός τα πράγματα, αλλά και από τον σχεδιασμό ήχου, με το δέσιμο των τρομαχτικών ήχων γύρω από το σπίτι, αλλά και με τον τρόπο που απομονώνει τους ήχους που κάνει ο Ίντι σε όλη την ταινία.

Μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία, ένα πετυχημένο εγχείρημα, που εκτός από την πρωτοτυπία της και τον πρωταγωνιστή της, έχει και μία γνήσια συγκινητική προσέγγιση.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας πιστός σκύλος μετακομίζει με τον ιδιοκτήτη του σε ένα αγροτικό σπίτι, που είναι στοιχειωμένο και πρέπει να αγωνιστεί για να προστατεύσει αυτόν που αγαπά περισσότερο.

Tron: Ares

(“Tron: Ares”) Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Γιοακίμ Ρένινγκ, με τους Τζάρεντ Λέτο, Γκρέτα Λι, Eβαν Πίτερς, Χασάν Μινχάι, Αρτούρο Κάστρο, Τζίλιαν Aντερσον, Τζεφ Μπρίτζες κα.

Ακόμη μια περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αυτή τη φορά από την Disney, που μάλλον έχει πέσει στην λούμπα του ανταγωνισμού με τη Marvel. Εδώ, στο τρίτο κεφάλαιο του φραντσάιζ, 15 χρόνια μετά το «Tron: Legacy», που είχε γυρίσει ο Τζόζεφ Κοζίνσκι, ο έμπειρος στις περιπέτειες φαντασίας Γιοακίμ Ρένινγκ, ακολουθεί τη συνταγή με συνέπεια.

Το φιλμ, σεβόμενο την παράδοση ενός πολυδάπανου μπλοκμπάστερ (μόνο αυτοί που συνεργάστηκαν για την τελική μορφή του σεναρίου είναι πάνω από δέκα…) και την αξιοπρόσεκτη, σε σχέση με άλλες ταινίες του είδους, προϊστορία του, περνά τη βάση και προσφέρει τουλάχιστον δυο ώρες διασκέδασης.

Ένα απίστευτα εξελιγμένο πρόγραμμα, ενός ακατάβλητου μαχητή, ο «απόλυτος στρατιώτης», το Ares, αποστέλλεται από τον ψηφιακό κόσμο στον πραγματικό, για μια επικίνδυνη αποστολή, την απόκτηση του Κώδικα Διαρκείας, το κλειδί για να κάνουν τα περιουσιακά στοιχεία που γεννιούνται στον ψηφιακό κόσμο μια μόνιμη πραγματικότητα. Μία αποστολή που σηματοδοτεί την πρώτη επαφή της ανθρωπότητας με οντότητες της τεχνητής νοημοσύνης.

Επιτηδευμένο φουτουριστικό υπερθέαμα, με υψηλής αισθητικής εικόνες, όπου τα ψηφιακά καλούδια, τα εφέ και το γρήγορο μοντάζ, κάνουν το κεφάλι να βουίζει, όταν το συναρπαστικό κομμάτι της ταινίας παραδίδεται εντελώς στις υπερηχητικές τεχνολογικές ευκολίες.

Το παραφορτωμένο στιλιστικά φιλμ, προσπερνά με ταχύτητα φωτός την ανάδειξη του προβληματισμού για την τεχνητή νοημοσύνη και τους κινδύνους που κρύβει και όσα άλλα θέλει να σχολιάσει για τον σύγχρονο άνθρωπο, ενώ δεν περνούν απαρατήρητοι οι δεύτεροι ρόλοι των Τζεφ Μπρίτζες και Τζίλιαν Άντερσον, δίπλα στον πρωταγωνιστή Τζάρεντ Λέτο, που, παρά τα χρονάκια του, δείχνει έτοιμος για μια περιπέτεια, που απευθύνεται κυρίως στους φαν του είδους.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα εξαιρετικά εξελιγμένο πρόγραμμα, το Ares, αποστέλλεται από τον ψηφιακό κόσμο στον πραγματικό για μια επικίνδυνη αποστολή, σηματοδοτώντας την πρώτη επαφή της ανθρωπότητας με οντότητες τεχνητής νοημοσύνης.

Αγάπη Μόνο

(“Kjærlighet”) Αισθηματικό δράμα, νορβηγικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ, με τους Αντρέα Μπρέιν Χόβιγκ, Τάγιο Σιτταντέλα Γιάκομπσεν, Μάρτε Ενγκεμπρίγκτσεν, Τόμας Γκουλεστάντ κα.

Χαμηλόφωνο ερωτικό δράμα, μέρος της τριλογίας «Σεξ, Όνειρα, Αγάπη» του Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ – ταινίες που συνδέονται θεματικά, αλλά όχι και αφηγηματικά.

Εδώ, ο Νορβηγός σκηνοθέτης, καταπιάνεται με την αγάπη και πώς μια φιλία μπορεί να αμφισβητήσει τις αντιλήψεις των ανθρώπων για την οικειότητα.

Η ταινία, που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μία σύνοψη της συμπερίληψης, αλλά ο Χάουγκερουντ τουλάχιστον δεν σηκώνει το δάκτυλο, καθώς έχει μια βαθιά γνώση της ανθρώπινης ψυχολογίας και αποτελεί μία ψύχραιμη φωνή, παρά την κινηματογραφική τόλμη του.

Η ιστορία, διαδραματίζεται και πάλι, στο καλοκαιρινό Όσλο, με ήρωες μία πραγματίστρια γιατρό, τη Μαριάν και έναν συμπονετικό νοσοκόμο, τον Τορ, αλλά η ζωή τους είναι εντελώς αντίθετη. Η σαραντάρα Μαριάν, που δεν είναι σίγουρη αν λαχταρά μία ερωτική σχέση, θα έχει ένα ραντεβού στα τυφλά με τον διαζευγμένο Όλε, ενώ στο φέρι της επιστροφής, θα συναντήσει τον Τορ, έναν νεότερο άντρα που ψάχνει περιστασιακές σχέσεις με άντρες. Οι συζητήσεις τους για τα πάντα, θα τους φέρουν κοντά, αλλά ποτέ δεν υπάρχει μεταξύ τους η δέσμευση.

Είναι φανερό ότι στο επίκεντρο της ταινίας του Χάουγκερουντ βρίσκεται η αγάπη, με τον ερωτισμό να υποχωρεί σε βαθμό ατονίας. Τα ερωτήματα που μπαίνουν καταλήγουν σε έναν κοινό παρανομαστή, αυτόν των προβληματικών, ανολοκλήρωτων σχέσεων, στην έλλειψη επικοινωνίας και την αυταπάτη.

Απ’ την άλλη, το φιλμ, καλοφωτισμένο, με ρυθμό και με ζωντανούς διαλόγους, που δημιουργούν μία ιδιαίτερη οικειότητα, την οποία υπηρετούν ικανοποιητικά οι πρωταγωνιστές, έχει το ενδιαφέρον του, παρότι τελικά το υποτονικό κερδίζει με άνεση την καυτή πολυπλοκότητα του έρωτα και των ανθρώπινων σχέσεων.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Βρισκόμαστε στο Όσλο, όπου γνωρίζουμε τη Μαριάν, μια πραγματίστρια γιατρό, και τον Τορ, έναν συμπονετικό νοσοκόμο, που αποφεύγουν τις συμβατικές σχέσεις.

Στα Βάθη του Χειμώνα

(“Dead of Winter”) Θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2025, σε σκηνοθεσία Μπράιαν Κερκ, με τους Έμα Τόμσον, Τζούντι Γκριρ, Λόρελ Μάρσντεν κα.

Το όνομα της μεγάλης Αγγλίδας ηθοποιού Έμα Τόμσον ως πρωταγωνίστριας σε ένα θρίλερ είναι από μόνο του ένα ελκυστικό στοιχείο για την ταινία του Μπράιαν Κερκ, γνωστού από αρκετές δουλειές του στην τηλεόραση και κυρίως από τη συμμετοχή του στο «Game of Thrones».

Θρίλερ, που διαδραματίζεται στο παγωμένο τοπίο της Μινεσότα – για την ακρίβεια στη Φιλανδία, όπου μάλλον είναι πολύ πιο οικονομικά τα γυρίσματα ακόμη και για μια αμερικάνικη παραγωγή – ξεκινά δίνοντας κάποιες υποσχέσεις. Αφήνει ανοιχτές τις προϋποθέσεις για μία ενδιαφέρουσα ιστορία, που θα ανεβάσει το σασπένς, ενώ συγχρόνως δημιουργεί μία ίντριγκα για το τι γυρεύει η καταξιωμένη δραματική ηθοποιός στα απάτητα χωράφια του αιματηρού θρίλερ.

Μια ηλικιωμένη γυναίκα, που έχει χάσει τον άντρα της, ταξιδεύει στα μέρη που έζησαν ευτυχισμένοι τα νιάτα τους, στα βουνά της Μινεσότα και ψαρεύοντας στις παγωμένες λίμνες. Θέλοντας να πάει σε αυτή την παγωμένη λίμνη, θα χαθεί και θα ρωτήσει έναν ντόπιο, σε ένα εντελώς απομονωμένο σπιτάκι. Μετά από τις οδηγίες του θα βρεθεί στη λίμνη που έψαχνε, εκεί κοντά, αλλά μετά από λίγο θα γίνει μάρτυρας μίας άγριας σκηνής που θα της προξενήσει το ενδιαφέρον. Γυρνώντας στο σπιτάκι θα συνειδητοποιήσει ότι ο άντρας αυτός είχε απαγάγει ένα κορίτσι. Λίγο μετά θα έρθει και η γυναίκα του, που δείχνει σοβαρά άρρωστη και είναι φανερό ότι αυτή κινεί τα νήματα, ως το απόλυτο κακό.

Στα χαρτιά η ταινία δείχνει αρκετά ενδιαφέρουσα, μόνο που ο Κερκ πολύ γρήγορα θα αφεθεί στη ρουτίνα του είδους και χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση ταλαιπωρεί την Τόμσον, με τα πήγαινε έλα (από το σπιτάκι στη λίμνη) λες και είναι η σούπερ γιαγιά, μία πρωταθλήτρια μεγάλων αποστάσεων κάτω από φοβερά αντίξοες συνθήκες, αλλά και τους θεατές, που λογικό είναι να χάνουν την υπομονή τους.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και το φτωχό σενάριο, που παίρνει μπροστά μετά από μία ώρα και πάλι δείχνει την ανεπάρκειά του, αλλά και με τις ευκολίες που κάνουν ακόμη πιο ψεύτικα όσα ξετυλίγονται στην οθόνη, όλα μοιάζουν με ένα πρωτόλειο φιλμ, κάποιου νεαρού σκηνοθέτη.

Ακόμη και τα μηνύματα για τη μάχη καλού – κακού, τη δύναμη της θέλησης για ζωή και την ισχύ του μυαλού έναντι των όπλων, είναι εντελώς επιφανειακά. Έτσι, το μόνο που μένει είναι λίγο πριν το τέλος, μία δυνατή σκηνή με την Έμα Τόμσον, αλλά και πάλι ο σκηνοθέτης την καταστρέφει, με τον ασυγκράτητο μελοδραματισμό του φινάλε.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια γυναίκα, που ταξιδεύει στις χιονισμένες πλαγιές της βόρειας Μινεσότα, θα βρεθεί μπροστά σε μία απαγωγή ενός νεαρού κοριτσιού. Αποκλεισμένη και χωρίς κανένα μέσω επικοινωνίας θα είναι η μοναδική ελπίδα του κοριτσιού.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Κατοικίδια στο Express

(“Pets on a Train”) Χαριτωμένη, αλλά σε μεγάλο βαθμό μία απ’ τα ίδια, παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων, γαλλικής παραγωγής 2025 και σε σκηνοθεσία των Μπενουά Νταφίς και Ζαν Κριστιάν Τασί. Με πρωταγωνιστές αγαπημένα κατοικίδια, που παγιδεύονται σε ένα τρένο, που ελέγχει ένας πανούργος και εκδικητικός ασβός, το ψηφιακό animation, που προβάλλεται μεταγλωττισμένο στα ελληνικά, έχει την πλάκα του, αλλά χωρίς άλλες αξιώσεις.

Βαμπίρ

(“Vampyr”) Από τις πλέον εξεζητημένες ταινίες όλων των εποχών, αυτό το εξπρεσιονιστικό αριστούργημα του Καρλ Ντράγιερ, που αναγνωρίστηκε μετά θάνατον του δημιουργού του.

Όμως, όχι γιατί πέρασε αδιάφορη, αλλά γιατί αποτέλεσε πραγματική καταστροφή όπου έκανε πρεμιέρα, με τους θεατές να απαιτούν τα χρήματά τους πίσω, να γίνονται βίαια επεισόδια και το αποτέλεσμα να στέλνει τον Ντράγιερ σε νευρολογική κλινική!

Με το πέρασμα των χρόνων, η κριτική θα ανακαλύψει την ταινία και θα την ανεβάσει στην κορυφή, συγκρινόμενη ακόμη και με την αξεπέραστη ταινία του Μούρναου, «Νοσφεράτου». Σουρεαλιστική ταινία σταθμός, για τον μύθο του βαμπίρ, με όρους σεξουαλικότητας, δημιουργώντας ένα ατμοσφαιρικό έργο για το πεπρωμένο, τη λαγνεία και την ελευθερία, που μοιάζει με ζωντανό εφιάλτη.

Ένας ταξιδιώτης καταφτάνει σε ένα πανδοχείο ενός μικρού χωριού και γίνεται μάρτυρας της επίθεσης ενός βαμπίρ σε μια όμορφη νεαρή γυναίκα.

Στην ταινία, γαλλογερμανικής παραγωγής του 1932, που προβάλλεται σε επανέκδοση (ψηφιακά αποκατεστημένη), πρωταγωνιστούν οι Τζούλιαν Γουέστ, Μορίς Σουτζ και Ρένα Μάντελ.

Ad

spot_img

Άλλες Ειδήσεις

Μοιράσου το