Δεν ξέρω αν ωριμάζουμε επειδή περνά ο χρόνος ή επειδή περνούν οι άνθρωποι.
Κάθε φορά που πίστεψα ότι με ξέρω, κάποιος βρέθηκε στον δρόμο μου και μου απέδειξε το αντίθετο. Κάποιοι με σήκωσαν, κάποιοι με γονάτισαν. Μα όλοι —το βλέπω τώρα— ήρθαν για έναν λόγο που τότε δεν καταλάβαινα.
Υπήρξαν στιγμές που έβλεπα τον εαυτό μου να χάνεται.
Να σκορπίζεται σε κομμάτια που δεν αναγνώριζα. Και τότε, σχεδόν πάντα, εμφανιζόταν ένας άνθρωπος που με έκανε να θυμηθώ ποιος είμαι. Καμία μεγάλη χειρονομία· ένα βλέμμα, μια κουβέντα, ένα “σε νιώθω”. Αυτή η μικρή φράση που σε επαναφέρει στον πυρήνα σου όταν έχεις χαθεί σε λάθος δρόμους.
Κι έπειτα, υπάρχουν και εκείνοι οι άλλοι.
Οι δύσκολοι.
Οι άβολοι.
Οι άνθρωποι που σε αναγκάζουν να δεις την αλήθεια κατάματα, χωρίς φίλτρα. Σε ταρακουνούν — και όχι απαλά. Σε αναγκάζουν να αντικρίσεις εκδοχές του εαυτού σου που δεν θέλεις να παραδεχτείς. Μα από εκείνους έμαθα τι πάει να πει όριο.
Πότε πρέπει να σταματάς.
Πότε πρέπει να φεύγεις.
Και πόσο κοστίζει όταν δεν το κάνεις.
Κάποιοι με πλήγωσαν μέχρι το κόκκαλο.
Δεν το ωραιοποιώ.
Ο πόνος αυτός μ’ έκανε να μαζέψω τον εαυτό μου από το πάτωμα κομμάτι-κομμάτι, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω ότι τελικά γίνεσαι πιο γερός όταν σπάσεις.
Κάθε ράγισμα, μια υπενθύμιση ότι αν δεν προσέξεις εσύ τον εαυτό σου, κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να το κάνει.
Και μετά… υπάρχουν οι σπάνιοι άνθρωποι.
Αυτοί που δεν μπαίνουν στη ζωή σου για να αφήσουν θόρυβο, αλλά ησυχία.
Που δεν μιλούν πολύ, αλλά καταλαβαίνουν.
Που δεν απαιτούν τίποτα, αλλά δίνουν τα πάντα χωρίς να το διαφημίσουν. Αυτοί σε μαθαίνουν το πιο δύσκολο μάθημα από όλα: να αφήνεις τον άλλον να σε αγαπήσει.
Όχι για να σε συμπληρώσει — για να σε δει. Ολόκληρο. Ακόμη και στα σημεία που νόμιζες πως είσαι αόρατος.
Σήμερα, όταν κοιτάζω πίσω, δεν θυμάμαι μόνο πρόσωπα. Θυμάμαι αισθήσεις.
Το σφίξιμο στο στήθος.
Το χέρι που με κράτησε.
Το βλέμμα που με πλήγωσε.
Το χαμόγελο που με λύτρωσε.
Όλοι τους —όλοι— με άλλαξαν.
Άλλοι με έσπασαν για να ξαναφτιαχτώ.
Άλλοι με στήριξαν όταν δεν είχα δύναμη ούτε να μιλήσω.
Και κάποιοι πέρασαν απλώς για να μου δείξουν την έξοδο από ζωές που δεν ήταν για μένα.
Κι ίσως αυτή να είναι η μεγάλη αλήθεια:
Η ζωή δεν μας φτιάχνει μέσα από τα χρόνια· μας φτιάχνει μέσα από τους ανθρώπους.
Από αυτούς που μένουν, από αυτούς που φεύγουν, κι από εκείνους που δεν έμειναν όσο θα θέλαμε αλλά μας άφησαν ακριβώς ό,τι χρειαζόμασταν.
Και κάπου ανάμεσα σε όλες αυτές τις συναντήσεις, μαθαίνουμε σιγά-σιγά ποιοι είμαστε.
Ή —αν είμαστε τυχεροί— ποιοι μπορούμε να γίνουμε.
Μ.Π.
ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ: Όταν το φως των προβολέων δεν αρκεί…


