Δεν είναι ότι σταματάει ο κόσμος.
Είναι ότι για λίγο… σταματάει ο δικός σου.
Η απώλεια δεν χτυπάει με φασαρία.
Δεν πέφτει σαν κεραυνός, δεν κάνει σκηνή.
Σου μπαίνει από μικρές χαραμάδες — από εκεί που δεν το περιμένεις.
Στις συνήθειες.
Στα τελείως απλά.
Σε αυτά που όλοι θεωρούν δεδομένα, μέχρι να ανακαλύψουν πόσο κοστίζει η απουσία τους.
Το πρώτο χτύπημα δεν είναι ποτέ το μεγάλο.
Είναι ένα πρωινό που βάζεις καφέ για δύο… και συνειδητοποιείς ότι αχνίζει μόνο το ένα φλιτζάνι.
Δεν είναι λάθος. Δεν είναι αφηρημάδα.
Είναι η συνήθεια που θυμάται, ενώ η ζωή προσπαθεί να ξεχάσει.
Μετά αρχίζουν τα μικρά — τα πραγματικά μικρά.
Το σπίτι έχει άλλη θερμοκρασία.
Άλλη σιωπή.
Μια σιωπή που δεν είναι απλώς «ήσυχο το σπίτι».
Είναι ησυχία που λείπει κάποιος μέσα της.
Ανοίγεις την πόρτα κι αντί να ακούσεις εκείνον τον θόρυβο που περίμενες… δεν ακούς τίποτα.
Πας να πεις κάτι μεγαλόφωνα και σταματάς στη μέση της πρότασης.
Γιατί δεν υπάρχει πια κανείς να απαντήσει.
Στο σούπερ μάρκετ πιάνεις τον εαυτό σου να βάζει στο καλάθι πράγματα που δεν χρειάζεσαι.
Σνακς, αναψυκτικά, μια συγκεκριμένη σοκολάτα — εκείνη που δεν έτρωγες ποτέ αλλά πάντα έπαιρνες.
Και όταν το προσέχεις, δεν πονάς επειδή το θυμήθηκες.
Πονάς επειδή το χέρι σου το έκανε μηχανικά.
Σαν να πιστεύει ακόμα πως κάποιος θα τα ζητήσει το βράδυ.
Το βράδυ… ναι, το βράδυ είναι αλλιώς.
Το κρεβάτι έχει μια απέραντη πλευρά που δεν ζεσταίνεται ποτέ.
Το χέρι πάει να απλωθεί — όχι από ανάγκη, αλλά από συνήθεια.
Και η συνήθεια σταματάει στον αέρα.
Στο κενό.
Στο ίδιο κενό που έχει όνομα.
Κι ας μην το λες.
Δεν είναι ο θάνατος μόνο.
Δεν είναι ο χωρισμός μόνο.
Είναι η απώλεια σε όλες τις μορφές της:
ένας άνθρωπος, μια φιλία που έσβησε, ένας έρωτας που τελείωσε, ένα σπίτι που άδειασε, μια ζωή που άλλαξε χωρίς να ρωτήσει.
Είναι τα διπλά ποτήρια που δεν χρειάζονται πια,
το τελευταίο κομμάτι πίτσας που μένει στο κουτί γιατί κανείς δεν θα το τσακώσει «για πλάκα»,
η ταινία που δεν βλέπεις γιατί δεν υπάρχει πια εκείνη η φωνή να σχολιάσει δίπλα σου.
Η απώλεια είναι τα μικρά που σε διαλύουν — όχι τα μεγάλα.
Κι όσο κι αν το παλεύεις, όσο κι αν λες «θα περάσει», δεν περνάει στ’ αλήθεια.
Απλώς αλλάζει μορφή.
Γίνεται μνήμη.
Γίνεται τρυφερότητα.
Γίνεται η ιστορία που κουβαλάς και δεν λες.
Γίνεται σημάδι που δεν ντρέπεσαι να έχεις — γιατί σημαίνει ότι αγάπησες.
Και στο τέλος, όσο κι αν φοβάσαι να το παραδεχτείς, η αλήθεια είναι μία:
Ό,τι μας λείπει τόσο βαθιά… κάποτε το είχαμε.
Κάποτε το ζήσαμε.
Κάποτε το κρατήσαμε στα χέρια μας.
Κι ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη παρηγοριά μέσα σε όλο αυτό το κενό:
Ότι είχε όνομα.
Και θα έχει πάντα.
Κι ας μην το λες…
Μ.Π.


