Πόσο γρήγορα περνούν τα χρόνια…

Το συνειδητοποιείς ένα βράδυ που όλα γύρω σου σωπαίνουν. Το σπίτι είναι ήσυχο — δεν υπάρχουν φωνές, δεν υπάρχουν παιδικά γέλια, ούτε κάποιος να σε ρωτήσει αν είσαι καλά.

Μόνο εσύ, ο καναπές κι ο ήχος του ρολογιού, που θυμίζει πως ο χρόνος δεν σταματά ποτέ.

Δεν έχω κάνει τη δική μου οικογένεια. Δεν έχω παιδιά.

Κι όσο μεγαλώνω, αυτή η σκέψη επιστρέφει όλο και πιο συχνά. Ο χρόνος πια δεν περπατά — τρέχει. Πιο γρήγορα, πιο ύπουλα. Δεν τον προλαβαίνω. Τον βλέπω μόνο να φεύγει, παίρνοντας μαζί του ανθρώπους, ευκαιρίες, στιγμές που νόμιζα πως θα κρατήσουν για πάντα.

Πάντα κυνηγούσα την καριέρα. Τα λεφτά, τη δόξα, το επόμενο βήμα.

Ήθελα να φτάσω κάπου — δεν ήξερα πού ακριβώς, αλλά ήθελα να φτάσω.

Κι έτσι, μέσα σ’ αυτό το ασταμάτητο κυνήγι, άφησα πίσω μου πράγματα που δεν αγοράζονται.

Γιατί όσο περνούν τα χρόνια, καταλαβαίνεις πως εκείνοι που τους έδωσες λιγότερο χρόνο, ήταν τελικά οι πιο σημαντικοί.

Δεν είχαν σχέση με νούμερα, συνεργασίες, “πρέπει” και καριέρες. Ήταν απλώς άνθρωποι.

Οι άνθρωποι που σε αγαπούσαν χωρίς προϋποθέσεις.

Κι αυτοί οι άνθρωποι, που ίσως να μην πήραν ποτέ από σένα ό,τι ζητούσαν, κάποια στιγμή σε προσπέρασαν… κι έφυγαν.

Κι έπειτα, έρχεται εκείνη η σκέψη — σιωπηλή, αλλά κοφτερή.

Όταν έχεις τρέξει τόσο για να προλάβεις τη ζωή, κάποια στιγμή τη χάνεις από τα μάτια σου.

Κι είναι τότε που εκείνη γυρίζει και σε βρίσκει πρώτη — με μια ερώτηση που δεν φεύγει εύκολα:

Θα μείνω μόνος; Θα γεράσω μόνος μου;

Μήπως τελικά έχω μείνει τελευταίος σ’ ένα πάρτι που κάποτε είχε μουσική, φώτα και φωνές — κι όλοι σιγά σιγά έφυγαν;

Κι έμεινε μόνο ο απόηχος…

Αλλά μετά σκέφτομαι — υπάρχουν και οι φίλοι.

Κι είναι αλήθεια πως, μερικές φορές, αυτό μοιάζει αρκετό.

Όμως κι οι φίλοι… μεγαλώνουν κι αυτοί.

Κάνουν οικογένειες, αποκτούν προτεραιότητες, χάνονται πίσω από προγράμματα, σχολεία, υποχρεώσεις.

Κι εσύ, όσο κι αν χαίρεσαι για τη ζωή τους, δεν μπορείς να μη νιώσεις εκείνο το μικρό, αδιόρατο κενό.

Εκείνη τη σιωπή, όταν πας να πάρεις τηλέφωνο κάποιον και συνειδητοποιείς πως μάλλον έχει αποκοιμηθεί με το παιδί του στις 9:30.

Κι είναι τότε που ξαναρωτάς τον εαυτό σου:

Θα έχω άραγε κάποιον να μου κρατήσει το χέρι στα δύσκολα;

Ή θα ‘μαι μόνος μου στο τέλος, να θυμάμαι τα γέλια, τα ξενύχτια, τις κουβέντες στα παγκάκια, τις βόλτες χωρίς λόγο, τα “έλα ρε, πάμε για ένα ποτό”;

Η φιλία, όσο κι αν είναι δεσμός ιερός, είναι κι ευάλωτος.

Δεν έχει συμβόλαιο, δεν έχει υποχρέωση.

Έχει μόνο εκείνη τη λεπτή, σχεδόν άυλη συμφωνία: «θα είμαι εδώ όσο μπορώ».

Και μερικές φορές… δεν μπορούν.

Όχι από κακία — απλώς η ζωή τραβάει από μόνη της τους ανθρώπους σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Κι όμως, υπάρχουν στιγμές που, χωρίς να το περιμένεις, χτυπά το τηλέφωνο.

Ακούς μια γνώριμη φωνή να λέει: «θυμάσαι τότε…;»

Κι εκεί, μέσα σε δευτερόλεπτα, ο χρόνος σβήνει.

Ξαναγίνεσαι παιδί. Ξαναγελάς. Ξαναζείς.

Κι ας ξέρεις πως μετά μπορεί να περάσουν πάλι μήνες σιωπής.

Αυτό είναι η φιλία — ένα φως που δεν σβήνει ποτέ εντελώς, ακόμα κι αν τρεμοπαίζει.

Αλλά μετά όλα ησυχάζουν… και μένεις εσύ. Με τον εαυτό σου. Με τις σκέψεις σου. Με τις επιλογές σου.

Και τότε καταλαβαίνεις πως, αν τα έχεις βρει με αυτόν που βλέπεις στον καθρέφτη, δεν είσαι ποτέ πραγματικά μόνος.

Αν μπορείς να σταθείς δίπλα σου με καλοσύνη, αν συγχωρείς τα λάθη σου, αν αγαπάς αυτό που έχεις γίνει — τότε έχεις ήδη τη μεγαλύτερη συντροφιά που θα μπορούσες να ζητήσεις.

Γιατί στο τέλος, δεν μετρά ποιος θα σου κρατήσει το χέρι.

Mετρά να μπορείς εσύ να σταθείς όρθιος, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς δίπλα σου.

Να χαμογελάς ήρεμα, να ξέρεις ποιος είσαι, και να λες μέσα σου:

«Δεν τα έκανα όλα σωστά… αλλά ήμουν πάντα εγώ.»

Κι ίσως αυτό, τελικά, να είναι ο πιο όμορφος τρόπος να μη γεράσεις ποτέ πραγματικά μόνος…

Μ.Π.

Ad

spot_img

Άλλες Ειδήσεις

Μοιράσου το