Η ανάμνησή μου από το παλιό ορίτζιναλ ΠΑΣΟΚ, αυτό που διηγούμαστε στα παιδιά της Γενιάς Ζ και μάς κοιτούν με δέος, έχει σχέση με τον μακαρίτη τον παππού μου. Συνομήλικος με τον Ανδρέα Παπανδρέου, φανατικός οπαδός του, διάβαζε πάντα Αυριανή. Οταν ο Ανδρέας τα φτιαξε επισήμως με τη Μιμή, μετά το περίφημο νεύμα στο αεροπλάνο, εφηύρε μια επική ατάκα για να σπάει τα νεύρα της γιαγιάς μου. Οποτε έβλεπε τον αρχηγό μαζί με την αγαπημένη του στην τηλεόραση, γύριζε στη γιαγιά μου και της πέταγε το αμίμητο:
- Να, κι εγώ μια τέτοια θα βρω. Κι εσένα θα σε στείλω από εκεί που ήρθες. Και μού έκλεινε συνομωτικά το μάτι με ένα μειδίαμα.
Η γιαγιά μου, αδυνατώντας να κατανοήσει το αστείο, ξεκινούσε έναν εξάψαλμο που κατέληγε πάντα στην ίδια επωδό: Να πάς βρε αχαίρευτε, να πάς να βρεις κι εσύ μια τέτοια.
Κι όμως, τόσες δεκαετίες μετά, αυτό το μικρό σκετσάκι πιστεύω πως συμπυκνώνει όλα όσα κάποτε εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Καλά και κακά. Στραβά και σωστά.
Γιατί αυτό ήταν τελικά το ΠΑΣΟΚ. Αυτό εμφυσούσε ο Ανδρέας.
Ηταν η ελπίδα ότι η κοινωνία θα γίνει καλύτερη και δικαιότερη, πιο μοντέρνα και πιο ισσοροπημένη, απελευθερωμένη από εμφυλιοπολεμικά μίση και πάθη, από τον συντηρητισμό της δεξιάς και την εθνικιστική μονομανία της χούντας.
Ηταν η ελπίδα ότι θα φάμε όλοι με χρυσά κουτάλια, ότι θα ζήσουμε επιτέλους το όνειρο του ελληνο-ευρωπαίου αστού, ανεξάρτητα αν το δικαιούμαστε ή όχι από την Ιστορία, ανεξάρτητα αν οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Ηταν η ελπίδα ότι μας άξιζε επιτέλους μια Μιμή.
Στην περίπτωση του Ανδρέα, το καλό και το κακό, το πολιτικό γιν και γιαγκ ήταν τόσο ενιαία, που ήταν αδύνατον να αποστάξεις και να ξεχωρίσεις την καλή του ή την κακή του πλευρά. Κι αυτό ακριβώς ήταν η γοητεία του. Οι αμφιλεγόμενες προσωπικότητες είναι μακράν οι πιο γοητευτικές.
Ακόμα δεν μπορούμε να κρίνουμε αν τα 51 χρόνια του ΠΑΣΟΚ που γιορτάζουμε σήμερα έκαναν καλό ή κακό στον τόπο. Οριστικό ταμείο ακόμα δεν έχει γίνει. Κι αυτή την αμφιταλάντευση την πληρώνει ακόμα η πράσινη παράταξη.
Ο Ανδρέας ήρθε με το όνειρο να γεφυρώσει τις δυο Ελλάδες. Εκείνη που ζούσε σε Κολωνάκι και Κυψέλη με βιοτικό επίπεδο Ιταλίας και εκείνη που ερχόταν με τα λεωφορεία από το χωριό, φορώντας τσαρούχια και κρατώντας ένα κοφίνι με αυγά, όπως ο Χατζηχρήστος στις ταινίες.
Να της δώσει ένα άρωμα μοντερνισμού, εκτός των άλλων με τον πολιτικό γάμο και την αποποινικοποίηση της μοιχείας, την ισότητα, το μονοτονικό και την κατάργηση της ποδιάς στα σχολεία.
Και ταυτόχρονα να στήσει ένα πανίσχυρο πελατειακό κράτος και κόμμα, με νοοτροπίες συναλλαγής που εξακολουθούν να μάς στοιχειώνουν σήμερα – αλλά νοοτροπίες που υπήρχαν έτσι κι αλλιώς βαθιά ριζωμένες πολύ πριν από αυτόν.
Βλέποντας τις αγωνιώδεις, μάταιες προσπάθειες των σημερινών πολιτικών να τού μοιάσουν, σε λόγο και παράστημα, σε πολιτική οπτική και ρητορεία, αντιγράφοντας απελπισμένα κινήσεις χεριών και φράσεις από τους λόγους του, καταλαβαίνεις γιατί λείπει ένα τέτοιο μέγεθος. Αν μη τι άλλο, ακόμα κι αν διαφωνούσες, η σύγκρουση μαζί του είχε ουσία και νόημα.
Η Γενιά Ζ ακούει πλέον τις ιστορίες για το παλιό ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα με δέος. Χωρίς ακριβώς να μπορούν να καταλάβουν τι σκοπό είχαν οι ενορχηστρωμένες από τον Μπιρσίμ λαοθάλασσες στις συγκεντρώσεις, τι στιγμή που ένα TikTok video μπορεί να έχει περισσότερους followers. Ομως μπορούν μέσα από τις διηγήσεις να αισθανθούν το αισιόδοξο, σχεδόν χαζοχαρούμενο χαμόγελο που είχαν όλοι τότε, πρασινοφρουροί και μη, για το αύριο που έρχεται. Χαμόγελο που δε μπορούν πλέον εύκολα να σχηματίσουν στο πρόσωπό τους.
Κλείνοντας, ας διαβάσουμε τι είχε γράψει ο 17χρονος Ανδρέας Παπανδρέου για τον εαυτό του, στην εφημερίδα του Αθηναικού Κολλεγίου, στις 3 Μαρτίου του 1936.
“Σκεπτόμενος τον εαυτό μου, βλέπω κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που βλέπετε όλοι εσείς. Δεν σας παρουσιάζω αυτό το αγόρι, όπως πραγματικά είναι. Δεν έχω το κουράγιο να το κάνω. Προσπαθώ να σας παρουσιάσω έναν άνδρα πνευματικά ισχυρό, έναν φιλόσοφο, έναν μεγάλο συγγραφέα έναν μεταρρυθμιστή και κατά κάποιο τρόπο είμαι. Έχω μερικά καλά πράγματα να πω για τον εαυτό μου, αλλά γενικά όταν είμαι μόνος, είμαι απλώς ένας άνδρας. Τρώω, πίνω, χαίρομαι να βλέπω το ηλιοβασίλεμα και τελικά είμαι ένας άνθρωπος γεμάτος πάθη, τα οποία προσπαθώ να κρύψω”.
Αν μη τι άλλο, ήταν ειλικρινής – και απόλυτα συνεπής.
Γ.Κυπ.