Μελέτη: Πώς αλλάζει ο εγκέφαλος των γυναικών μετά από σεξουαλική επίθεση

Οι γυναίκες που εμφανίζουν διαταραχή μετατραυματικού στρες (ΔΜΤΣ) μετά από σεξουαλική επίθεση παρουσιάζουν σημαντικές διαταραχές στις νευρικές συνδέσεις του εγκεφάλου, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η έρευνα, που παρουσιάστηκε στο 38ο Συνέδριο του ECNP στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, εντόπισε νευρολογικές μεταβολές οι οποίες φαίνεται ότι συνδέονται με τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν οι επιζώσες σεξουαλικής επίθεσης– μια ομάδα που ιστορικά έχει υποεκπροσωπηθεί στις νευροεπιστημονικές μελέτες.

Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, οι γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική επίθεση μπορεί να εμφανίσουν διαταραχή μετατραυματικού στρες που χαρακτηρίζεται από διάχυτα συμπτώματα, όπως επίμονες αναμνήσεις του γεγονότος, έντονο άγχος, συναισθηματική απονέκρωση και ασταθή διάθεση. Παρότι το ΔΜΤΣ έχει μελετηθεί εκτενώς σε περιπτώσεις πολέμου, φυσικών καταστροφών και ατυχημάτων, οι νευρολογικές επιπτώσεις που προκαλούνται από σεξουαλική επίθεση παραμένουν ασαφείς, σύμφωνα με επιστήμονες από το Νοσοκομείο Clínic της Βαρκελώνης στην Ισπανία. Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι περίπου το 70% των γυναικών που υφίστανται σεξουαλική επίθεση βιώνουν μετατραυματικό στρες.

«Παρά το γεγονός ότι η σεξουαλική βία είναι μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές τραύματος που επηρεάζουν τις γυναίκες, η πλειονότητα της έρευνας για το μετατραυματικό στρες έχει επικεντρωθεί σε άλλες μορφές τραύματος, όπως ο πόλεμος», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Λυδία Φορτέα από το Νοσοκομείο Clínic της Βαρκελώνης.

«Αυτή είναι μία από τις πρώτες, και σίγουρα η μεγαλύτερη μελέτη που εξετάζει τη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου σε περιπτώσεις ΔΜΤΣ από σεξουαλική επίθεση σε έφηβες και ενήλικες γυναίκες», πρόσθεσε.

Η νέα μελέτη εξέτασε τα πρότυπα εγκεφαλικής δραστηριότητας 40 γυναικών με ΔΜΤΣ ως αποτέλεσμα σεξουαλικού τραύματος τον τελευταίο χρόνο και τις συνέκρινε με μια ομάδα ελέγχου με παρόμοια χαρακτηριστικά. Οι συμμετέχουσες υποβλήθηκαν σε εγκεφαλικές μαγνητικές τομογραφίες (MRI) για να εξεταστεί η συνδεσιμότητα των νεύρων και πώς αυτή σχετίζεται με τα καταθλιπτικά και μετατραυματικά συμπτώματα που βιώνουν. Οι ερευνητές εστίασαν σε βασικές περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στη ρύθμιση του φόβου και των συναισθημάτων, εξετάζοντας πώς συγχρονίζονται με τον υπόλοιπο εγκέφαλο στις γυναίκες με ΔΜΤΣ μετά από σεξουαλική επίθεση.

«Το ΔΜΤΣ μετά από σεξουαλική επίθεση τείνει να είναι ιδιαίτερα σοβαρό και συχνά συνοδεύεται από υψηλότερα ποσοστά κατάθλιψης, άγχους και αυτοκτονικών σκέψεων», δήλωσε η Δρ. Φορτέα.

Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι πολλές επιζώσες σεξουαλικής βίας δείχνουν εντυπωσιακή μείωση της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο βασικές εγκεφαλικές περιοχές που ρυθμίζουν τα συναισθήματα: την αμυγδαλή και τον προμετωπιαίο φλοιό. Σε ορισμένες γυναίκες, ο συγχρονισμός ανάμεσα σε αυτές τις περιοχές φαίνεται να μειώνεται σχεδόν στο μηδέν, σύμφωνα με τους ερευνητές.

«Διαπιστώσαμε ότι σε 22 από τις 40 γυναίκες με ΔΜΤΣ που εμφάνισαν μετά από πρόσφατη σεξουαλική επίθεση, η επικοινωνία μεταξύ της αμυγδαλής και του προμετωπιαίου φλοιού είχε ουσιαστικά χαθεί, φτάνοντας στο μηδέν ή σχεδόν στο μηδέν», ανέφερε η Δρ. Φορτέα.

«Το εύρημα ότι η επικοινωνία αμυγδαλής–προμετωπιαίου φλοιού μπορεί να πέσει σχεδόν στο μηδέν υπογραμμίζει τη σοβαρότητα των διαταραχών σε κυκλώματα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν τα συναισθήματα μετά από ένα τέτοιο τραύμα», δήλωσε ο νευροεπιστήμονας Μάριν Γιούκιτς από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.

Ωστόσο, η εγκεφαλική αυτή μεταβολή δεν φάνηκε να σχετίζεται άμεσα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων ΔΜΤΣ ή κατάθλιψης των γυναικών.

«Αυτό υποδηλώνει ότι, παρότι η συγκεκριμένη διαφορά στον εγκέφαλο μπορεί να αποτελεί χαρακτηριστικό της διαταραχής, δεν αντανακλά απαραίτητα τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων, καθώς πιθανότατα επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες», εξήγησε η Δρ. Φορτέα.

Τα ευρήματα ενισχύουν την άποψη ότι το ΔΜΤΣ που εμφανίζεται μετά από σεξουαλική επίθεση συνδέεται με προβλήματα στα εγκεφαλικά κυκλώματα ρυθμίζουν τα συναισθήματα και τον φόβο.

«Ένα από τα επόμενα βήματα είναι να δούμε αν αυτές οι διαταραχές στη συνδεσιμότητα μετά από σεξουαλική επίθεση θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην πρόβλεψη της ανταπόκρισης στη θεραπεία. Αν ισχύει αυτό, θα μπορούσαμε να εντοπίζουμε από νωρίς ποιες ασθενείς κινδυνεύουν να έχουν χειρότερη πορεία και να ενισχύουμε τις κλινικές προσπάθειες για την ανάρρωσή τους», κατέληξε η Δρ. Φορτέα.

ΠΗΓΗ: Independent

Ad

spot_img

Άλλες Ειδήσεις

Μοιράσου το