Λοιπόν, ας τα κάνουμε πενηνταράκια. Με αφορμή τη σημερινή εξαγγελία για την αύξηση του κατώτατου μισθού, είδα και πάλι την περήφανη, αδιαπραγμάτευτη μιζέρια μας.
Κάθε φορά που μια κυβέρνηση (η όποια κυβέρνηση, για να μην παρεξηγούμαστε) ανακοινώνει κάτι αρνητικό, όλα καλά: Χειροκροτούμε γιατί …επαληθεύτηκε η απαισιοδοξία μας. Κάθε φορά όμως που η (εκάστοτε) κυβέρνηση τολμήσει να ανακοινώσει ένα θετικό νέο, τότε, μετά από μια σύντομη περίοδο αμηχανίας, τα αντανακλαστικά μας επαναστατούν.
Είτε δεν μας αρκεί αυτό που ακούμε, είτε νομίζουμε ότι μας δουλεύουν.
Εντάξει το ξέρουμε: Η μιζέρια και η απαισιοδοξία του DNA μας μετρά χιλιετίες. (Καλά το’ χει πει ο Νίκος Δήμου στο ”η δυστυχία του να είσαι έλληνας”). Θεωρούμε πάντα πως μας δίνουν πολύ λιγότερα απ’ όσα δικαιούμαστε. Και ίσως έχουμε δίκιο στην τελική, αλλά με την ανυπομονησία που μας διακρίνει, δε βλέπουμε ποτέ το δρόμο που διανύσαμε. Βλέπουμε το δρόμο που μας απομένει. Ο οποίος είναι πάντοτε αδικαιολόγητα, αφόρητα μακρύς.
(Αυτός είναι και ο λόγος που ένας τόσο έξυπνος πολιτικός σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου έκανε τέτοια πολιτική διαδρομή, έχοντας ως βασικό του σύνθημα το ”εδώ και τώρα”. Καμιά αναμονή, όλα αυτοστιγμεί).
Μαζί με όλα αυτά και η καχυποψία μας, η οποία αντιδρά βίαια σε κάθε χαμογελαστό πρωθυπουργό που εξαγγέλλει ένα ευνοϊκό μέτρο.
Το πρωθυπουργικό χαμόγελο παραπέμπει σε ειρωνεία.
Το ”ανακοινώνω ελαφρύνσεις”, μεταφράζεται σε ”σας πετάω ψίχουλα για να με ξαναψηφίσετε”.
Η φράση ”μέτρα ανακούφισης” αλλάζει στο μυαλό μας σε ”παρηγοριά στον άρρωστο”.
Ολα αυτά μεταφράζονται σε μια τοξική θετικότητα (γιατί γκρινιάζεις καλέ, όλα καλά πάνε).
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί η πέμπτη αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε σήμερα, μπορεί να εμπεριέχει όλα τα παραπάνω. Να είναι όντως μικρότερη από εκείνη που δικαιούμαστε. Να είναι λίγη μπροστά στον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Να είναι μια μικρή ψηφοθηρική μπουκιά που θα μας αφήσει μια γλυκειά γεύση, όταν θα φτάσει η ώρα της κάλπης (όλοι οι πολιτικοί στον πλανήτη έτσι δεν κάνουν;). Άντε να τα δεχτώ όλα αυτά.
Όμως δεν γίνεται να μη δεχτώ πως είναι η πέμπτη αύξηση, από τότε που ανέλαβαν αυτοί που μας κυβερνούν, το 2019. Και ήδη η αύξηση έχει ξεπεράσει τα 200 ευρώ το μήνα από τότε. Κι έπονται κι άλλες (τουλάχιστον αυτό μας έχουν τάξει).
Το να συγκρίνουμε το τώρα με το πού βρισκόμαστε κάποτε, όταν τα λεφτά τα είχαμε για να σκουπίζουμε τα παπούτσια μας δεν έχει νόημα. Ηταν λάθος αυτό που ζούσαμε και το χειρότερο, το ξέραμε.
Το να συγκρίνουμε επίσης τους εαυτούς μας με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, είτε τους ζάμπλουτους Λουξεμβουργιανούς είτε τους φτωχοδιάβολους Βούλγαρους (όχι και τόσο φτωχοδιάβολοι πια) πάλι δεν έχει νόημα. Κάθε χώρα κάνει τα κουμάντα της, έχει τις δικές της αβάντες κι έχει τους δικούς της ρυθμούς.
Αυτό που έχει νόημα είναι να κοιτάζουμε πώς θα επιταχύνουμε τα πράγματα. Πώς θα λαδώσουμε επιτέλους τη γραφειοκρατική μηχανή, πώς θα βάλουμε στην άκρη τις αγκυλώσεις (κι όσους τις εκπροσωπούν, κυρίως στο Δημόσιο – βλέπε το επεισόδιο με τη Λίνα Μενδώνη στο Αργος).
Σε μια εποχή που όλοι στον πλανήτη σκέφτονται περικοπές (για να αγοραστούν όπλα δυστυχώς), το γεγονός ότι ένας πρωθυπουργός σε μια καταχρεωμένη (ακόμα είναι, μην το ξεχνάμε) Ελλαδίτσα δίνει κι από κάτι, δεν είναι να το προσπερνάς…