Η νέα κινηματογραφική εκδοχή από «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης» μέσα από τα μάτια του David Gordon, έχει πολύ ενδιαφέρουσα βάση και αντικρούει το γενικό κλίμα που δείχνει δυσαρεστημένο από την προσπάθεια της Λατίνας ερμηνεύτριας να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της και την εικόνα της μέσα από αυτό το ρόλο.
Ο David Gordon στο Theatremania ξεκινά την κριτική του με μια φράση που θέτει αμέσως το πλαίσιο: «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης έχει πολυτάραχηπροϊστορία». Από το αποτυχημένο workshop του 1990 (σ.σ. δοκιμαστικές πρόβες για να δουν αν το μιούζικαλ θα αρέσει σε κοινό και χρηματοδότες) μέχρι τη βραβευμένη με Tony παράσταση του 1993, το έργο των Terrence McNally, Fred Ebb και John Kander δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει τη διαχρονικότητα των «Cabaret» ή «Chicago», αλλά συνδέθηκε με μια καλτ επανάσταση.

Όπως σημειώνει ο κριτικός, «ο Bill Condon, για να δώσει νέα ζωή στο Φιλί της Γυναίκας Αράχνης, παρέκαμψε εντελώς την έκδοση που ανέβηκε στο σανίδι και προχώρησε κατευθείαν στο (πως θα έπρεπε να παρουσιαστεί στο) σινεμά». Ο σεναριογράφος του «Chicago» (και σκηνοθέτης του «Dreamgirls») επιστρατεύει εδώ την Jennifer Lopez στον πρωταγωνιστικό ρόλο (αλλά και το ρόλο της παραγωγού), πλαισιωμένη από παραγωγούς όπως ο Ben Affleck, ο Matt Damon και ο Tom Kirdahy, σύζυγος του αείμνηστου McNally.
Ο Gordon τονίζει ότι «για αυτό το έργο χρειάζεσαι μια σταρ από την οποία δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου, και ο Condon σίγουρα την έχει στη Lopez». Παράλληλα, εξυμνεί και τον Tonatiuh (σ.σ. ο οποίος είναι η μεγαλύτερη έκπληξη της ταινίας) που υποδύεται τον Luis Molina, έναν ονειροπόλο κρατούμενο που βρίσκει καταφύγιο στις φαντασιώσεις του, στις οποίες κυριαρχεί η μορφή της Lopez.
Η ταινία, γράφει, «μοιράζεται σε δύο κόσμους: τον ρεαλιστικό της φυλακής και τον ονειρικό, λαμπερό κόσμο του Χόλιγουντ», έναν κόσμο όπου η Lopez μεταμορφώνεται σε λατίνα σταρ της χρυσής εποχής, σε ένα τεχνοχρωματικό μουσικό παραλήρημα εμπνευσμένο από τα μιούζικαλ της MGM.
Ο Condon, σύμφωνα με τον Gordon, «δανείζεται μια ιδέα από τα προηγούμενα έργα των Kander και Ebb, όπως στο Chicago και το Cabaret […], τα μουσικά νούμερα υπάρχουν μόνο μέσα στη φαντασία των ηρώων». Αντί να αναπαράγει τα τραγούδια της σκηνικής εκδοχής, ανασύρει τρία ξεχασμένα κομμάτια από τα πρώτα drafts του έργου, δίνοντας έτσι στην Lopez την ευκαιρία «να λάμψει με όρους Chita Rivera» [σ.σ. αυτό ήταν το πιο γνωστό ανέβασμα της παράστασης, δηλαδή με αυτή την πρωταγωνίστρια].
Η ερμηνεία της Lopez, κατά τον Gordon, είναι «η καλύτερη της καριέρας της», και εμείς δεν διαφωνούμε αρκεί να προσθέσουμε τη λέξη «πρόσφατη» πριν την καριέρα. Ο κριτικός περιγράφει πώς «κινείται με αβίαστη ακρίβεια μέσα από τις χορογραφίες του Sergio Trujillo, τυλιγμένη στα εκθαμβωτικά κοστούμια της Colleen Atwood, ενώ ο φακός του Tobias Schliessler αναδεικνύει κάθε κίνηση του σώματός της σαν γλυπτό σε κίνηση».

Και παρότι η Lopez είναι το αδιαμφισβήτητο κεντρικό πρόσωπο, ο Gordon σημειώνει ότι «είναι ο Tonatiuh που δίνει στην ταινία την ψυχή της». Η ερμηνεία του, «ένα πολύπλοκο κράμα camp, ευαισθησίας και ένστικτου επιβίωσης», κορυφώνεται σε «σπαρακτικές σκηνικές κορυφώσεις», με μια «καίρια και συγκινητική αλλαγή στους στίχους του Ebb».
Ολοκληρώνοντας την κριτική του, ο Gordon χαρακτηρίζει την ταινία «ένα μιούζικαλ που δεν είναι για όλους, αλλά άξιζε σίγουρα την αναμονή».
Πρόκειται, λοιπόν, για μια αναγέννηση του μιούζικαλ “Kiss of the Spider Woman” που βρίσκει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη λάμψη του σινεμά και τη θεατρικότητα του πρωτότυπου. Και, όπως υπονοεί ο Gordon, το φιλί της Lopez -έστω και δηλητηριώδες- έχει τελικά κάτι το αναζωογονητικό.
Πηγή: ertnews.gr