Επιστήμονες χαρτογράφησαν τη βιολογική πορεία του άγχους στον εγκέφαλο

Το άγχος είναι μια κατάσταση ψυχικής υγείας που βιώνουν εκατομμύρια άνθρωποι καθημερινά σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν είναι κάτι που μπορεί εύκολα να «δει» κανείς. Τώρα, σε μια πρωτοποριακή μελέτη, επιστήμονες του πανεπιστημίου του Πόρτσμουθ στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέπτυξαν μια μέθοδο σάρωσης του εγκεφάλου που οπτικοποιεί το άγχος, με στόχο τη βελτίωση της κατανόησης, της διάγνωσης και της θεραπείας του.

Η έρευνα χαρτογραφεί τη βιολογική πορεία του άγχους στον εγκέφαλο όταν οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με ενα αδιέξοδο, όπως όταν πρέπει να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών επιλογών. Αυτό είναι γνωστό ως «αποφυγή-αποφυγής σύγκρουσης» και θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει πιο πιστά ρεαλιστικές καταστάσεις άγχους, δημιουργώντας μετρήσιμες αντιδράσεις στον εγκέφαλο που οι ερευνητές μπορούν πλέον να μελετήσουν. Η έως τώρα έρευνα για το άγχος έχει εστιάσει κυρίως στις λεγόμενες «συγκρούσεις προσέγγισης–αποφυγής», όπου οι συμμετέχοντες καλούνται να συγκρίνουν κάτι θετικό με κάτι λιγότερο ευνοϊκό.

«Το άγχος εκδηλώνεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στον εγκέφαλο, και η έρευνά μας επικεντρώθηκε σε αδιέξοδες καταστάσεις— όπου κάθε επιλογή φαίνεται αρνητική. Προσαρμόσαμε μια υπάρχουσα εργασία και ήμασταν οι πρώτοι που εξετάσαμε πώς ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται σε αυτόν τον τύπο σύγκρουσης σε πραγματικό χρόνο», δήλωσε ο συγγραφέας της μελέτης και νευροψυχολόγος Μπέντζαμιν Στόκερ στο Newsweek.

«Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να δούμε πώς εξελίσσεται η πιο σύνθετη, σχετιζόμενη με το άγχος, διαδικασία λήψης αποφάσεων στον εγκέφαλο» σημείωσε.

Τα ευρήματα της μελέτης

Στη μελέτη συμμετείχαν 40 νεαροί ενήλικες ηλικίας 18–24 ετών, οι οποίοι ολοκλήρωσαν μια νέα, κωδικοποιημένη δραστηριότητα που μοιάζει με βιντεοπαιχνίδι, χρησιμοποιώντας ένα joystick για να αποφύγουν απειλητικά αντικείμενα στην οθόνη. Κάποιες φορές το τεστ ήταν εύκολο, ενώ σε άλλες, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο δυσμενή αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια του τεστ, οι ερευνητές κατέγραψαν την εγκεφαλική δραστηριότητα των συμμετεχόντων μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος.

«Το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα είναι μια ανώδυνη και μη επεμβατική, αλλά ταυτόχρονα πολύ αποτελεσματική μέθοδος καταγραφής της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου», εξήγησε ο Στόκερ.

Σύμφωνα με τα ευρήματα, όταν οι συμμετέχοντες έρχονταν αντιμέτωποι με ένα αδιέξοδο, ο εγκέφαλός τους εμφάνιζς συγκεκριμένο μοτίβο δραστηριότητας, με τη δεξιά περιοχή του μετωπιαίου λοβού να γίνεται πιο ενεργή σε αυτό που ονομάζεται κύματα θήτα. Άλλες περιοχές του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν ανάλογα με το πόσο αγχωτική ή διαχειρίσιμη ήταν η κατάσταση.

«Οι μέθοδοι μας μας επιτρέπουν όχι μόνο να δείξουμε ποιες περιοχές του εγκεφάλου λειτουργούν κατά την επεξεργασία του άγχους, αλλά και πώς επικοινωνούν μεταξύ τους. Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι η επεξεργασία ενός αδιέξοδου δεν λαμβάνει χώρα σε μία μόνο περιοχή του εγκεφάλου, αλλά αποτελεί συντονισμένη προσπάθεια πολλών περιοχών», εξήγησε ο ερευνητής.

«Η τρέχουσα διαδικασία διάγνωσης και θεραπείας του άγχους μπορεί να είναι χρονοβόρα και συχνά στηρίζεται στη μέθοδο δοκιμής-σφάλματος. Ωστόσο, για ορισμένα άτομα τίποτα δεν είναι αποτελεσματικό. Μελετώντας τον τρόπο που ανταποκρίνεται ο εγκέφαλος σε αγχωτικές καταστάσεις, μπορούμε να αρχίσουμε να εντοπίζουμε τα υποκείμενα μοτίβα που δυσκολεύουν τη λήψη αποφάσεων», επισήμανε ο Στόκερ.

«Αυτό ανοίγει το δρόμο για μη φαρμακευτικές προσεγγίσεις, όπως η εκπαίδευση του εγκεφάλου ή οι ψυχολογικές θεραπείες που στοχεύουν άμεσα σε αυτά τα μοτίβα. Για παράδειγμα, μια μέρα ίσως μπορέσουμε να βοηθήσουμε κάποιον να αναγνωρίσει πότε ο εγκέφαλός του έχει κολλήσει σε έναν κύκλο άγχους και να επαναπρογραμματίσουμε αυτή την αντίδραση πριν γίνει αφόρητη» εξήγησε ο Στόκερ.

Ωστόσο, ο ερευνητής αναγνώρισε ότι πιθανοί περιορισμοί περιλαμβάνουν τη λήψη υπόψη των ατομικών διαφορών, την ανάγκη προσεκτικής δοκιμής της τεχνολογίας και των προσεγγίσεων που βασίζονται σε συσκευές για την αξιοπιστία τους, καθώς και το γεγονός ότι οι βιοδείκτες δεν εμφανίζονται πάντα με την ίδια σαφήνεια σε κάθε άτομο.

«Αν και αυτού του είδους η έρευνα μας φέρνει πιο κοντά σε πιο αντικειμενικούς τρόπους αναγνώρισης του άγχους, είναι απίθανο να αντικαταστήσει την κλινική κρίση. Θα λειτουργούσε καλύτερα ως επιπλέον εργαλείο για την υποστήριξη της διάγνωσης, βοηθώντας να επικυρωθεί αυτό που οι κλινικοί ήδη έχουν παρατηρήσει», πρόσθεσε.

«Ωστόσο, μελλοντική έρευνα που διεξάγουμε λαμβάνει υπόψη τις ατομικές διαφορές στον εγκέφαλο και στοχεύει στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος» ανέφερε.

Ο ερευνητής εξήγησε ότι το επόμενο βήμα είναι η επικύρωση των ευρημάτων τους σε σχέση με τα αποτελέσματα φαρμάκων που μειώνουν το άγχος σε μεγαλύτερα και πιο διαφοροποιημένα δείγματα.

«Μακροπρόθεσμα, όταν αυτά τα μοτίβα καθιερωθούν, θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον προσδιορισμό των ατόμων που θα επωφεληθούν περισσότερο από συγκεκριμένες θεραπείες ή ακόμη και να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας μιας θεραπείας. Επιπλέον, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μια κλινική ψυχικής υγείας ή σε ιατρείο, με το μοτίβο άγχους να λειτουργεί ως εργαλείο για την υποστήριξη της διάγνωσης από γιατρό ή ειδικό», δήλωσε.

«Αν και αυτό είναι ακόμη μακριά, η έρευνα αυτή μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά σε πιο εξατομικευμένες και ακριβείς προσεγγίσεις για την κατανόηση και τη διαχείριση του άγχους» κατέληξε ο ερευνητής.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science Direct.

 

Ad

spot_img

Άλλες Ειδήσεις

Μοιράσου το