Την ανάγκη να αντιμετωπιστεί η ενδοσχολική βία με επιστημονική διάγνωση, εξειδικευμένα μέτρα και ουσιαστική πρόληψη υπογράμμισε στην εκπομπή «Συνδέσεις» του ΕΡΤnews η καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Χριστίνα Ζαραφωνίτου, με αφορμή την αιματηρή συμπλοκή μαθητριών σε γυμνάσιο της Κυψέλης. Σχολιάζοντας το γεγονός ότι από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 2025 περισσότεροι από 9.038 ανήλικοι απασχόλησαν τις αρχές για διάφορα αδικήματα τόνισε ότι το πρόβλημα «ούτε ανύπαρκτο είναι, ούτε μπορεί να κρυφτεί κάτω από το χαλί».
Μιλώντας στους δημοσιογράφους της εκπομπής, Κώστα Παπαχλιμίντζο και Κατερίνα Δούκα, η κα Ζαραφωνίτου ξεκαθάρισε εξαρχής ότι τα διαθέσιμα στοιχεία αποτυπώνουν ένα υπαρκτό και σύνθετο φαινόμενο. «Όταν έχει τέτοιες ποσοτικές διαστάσεις, αλλά και ένταση που φαίνεται στη σοβαρότητα των συνεπειών, τότε απαιτείται να μελετηθεί σε όλα τα επίπεδα, σωστά και επιστημονικά», ανέφερε. Όπως εξήγησε, το πρώτο και κρίσιμο βήμα είναι η διάγνωση: «Να δούμε τις διαστάσεις του προβλήματος, αλλά να μη μείνουμε μόνο στα γενικά. Χρειάζεται να περάσουμε και στις ειδικότερες εκφάνσεις του φαινομένου».
Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας τόνισε ότι η ανήλικη παραβατικότητα δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις περιοχές ή κοινωνικές ομάδες. Όπως υποστήριξε, «δεν εκδηλώνεται το φαινόμενο σε όλες τις περιοχές με τον ίδιο τρόπο ή με τις ίδιες διαστάσεις. Τα γενικά μέτρα είναι χρήσιμα –κανείς δεν αμφισβητεί τον ρόλο της οικογένειας, του σχολείου και της πρόληψης– αλλά δεν αρκούν».
Σύμφωνα με την ίδια, απαιτείται εξειδίκευση των πολιτικών, τόσο σε επίπεδο γειτονιάς ή ειδικών ομάδων πληθυσμού, όσο και σε ατομικό επίπεδο. «Τα μέτρα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στη μορφή και στο επίπεδο με το οποίο εκδηλώνεται το φαινόμενο», είπε χαρακτηριστικά.
«Τα παιδιά αυτά τα θέλουμε μαζί μας»
Αναφερόμενη στο αιματηρό περιστατικό της Κυψέλης όπου μια 16χρονη μαχαίρωσε, ευτυχώς ελαφρά μια 14χρονη, και στις αντιδράσεις εντός του σχολείου, η καθηγήτρια εγκληματολογίας έθεσε σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται.
«Δημιουργούνται ερωτηματικά για την καταλληλότητα του μέτρου να απομακρυνθεί ένα παιδί από ένα σχολείο και να τοποθετηθεί σε ένα άλλο. Είδαμε ότι, εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν πανάκεια», τόνισε.
Παράλληλα, ανέδειξε κρίσιμα ζητήματα ασφάλειας: «Πώς μπαίνουν όπλα στο σχολείο; Και τι γίνεται με την πρόληψη τέτοιων περιστατικών εντός του σχολικού χώρου; Αυτά είναι ερωτήματα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε».
Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας υπογράμμισε τέλος ότι κάθε ανήλικος που εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά πρέπει να αντιμετωπίζεται με εξατομικευμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη προσέγγιση. «Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες. Χρειάζεται μια εξειδικευμένη επιτροπή, συνεργασία και σωστή διάγνωση. Δεν είναι υπόθεση μόνο της αστυνομίας, ούτε μόνο της οικογένειας, ούτε οι ποινές λύνουν τα πάντα», είπε. Καταλήγοντας εξέφρασε την άποψη ότι δεν πρέπει να περιθωριοποιηθούν οι ανήλικοι που δείχνουν στοιχεία παραβατικής συμπεριφοράς: «Τα παιδιά αυτά τα θέλουμε μαζί μας, δεν τα θέλουμε να τα να ενταχθούν στην εγκληματικότητα. Θέλουμε να ενταχθούν στην κοινωνία».


