«Η πράξη της ανθρωποκτονίας είναι ομολογημένη και είναι μια πράξη με ιδιαίτερη βία και σκληρότητα. Έχουμε μαχαίρι σφηνωμένο στη κοιλιά του θύματος», είπε ο πρόεδρος του δικαστηρίου εκφωνώντας την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου για ενοχή του 52χρονου συζυγοκτόνου.
Το έγκλημα είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη και είχε σημειωθεί λίγο μετά τη δολοφονία της Κυριακής Γρίβα από τον πρώην σύντροφό της.
Μάλιστα, οι δύο αυτές υποθέσεις είχαν ως αποτέλεσμα την αυστηροποίηση της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία και τη λήψη αυστηρότερων μέτρων για την προστασία των θυμάτων.
Εκείνη την ώρα η άτυχη γυναίκα είχε ξεκινήσει για να πάει στην εργασία της. Τότε, ο 52χρονος της επιτέθηκε και της κατάφερε περισσότερες από 14 μαχαιριές. Η 40χρονη πέθανε ακαριαία.
Η δίκη του 52χρονου για τη φρικτή αυτή ανθρωποκτονία ξεκίνησε σήμερα στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου με την κατάθεση της κόρης του θύματος και του θύτη.
Η 22χρονη δεν έριξε ούτε βλέμμα στον πατέρα της
Η 22χρονη κοπέλα, η οποία μετά τη στυγερή δολοφονία της μητέρας της έχει αναλάβει εκείνη την ανατροφή του μικρότερου αδελφού της, ανέβηκε στο βήμα του μάρτυρα και χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα στον πατέρα της είπε για εκείνον σε δικαστές και ενόρκους πως επί της ουσίας ποτέ δεν μετάνιωσε για το αποτρόπαια έγκλημά του.
«Έχουμε μιλήσει μια φορά. Μου ζήτησε συγγνώμη αλλά μετά άρχισε να βρίζει τη μαμά», ανέφερε χαρακτηριστικά η κόρη του 52χρονου, η οποία είχε δηλώσει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας στη δίκη του πατέρα της και συζυγοκτόνου.
«Της έλεγε θα σε σκοτώσω, εμείς θα είμαστε μαζί στη ζωή ή στο θάνατο»
«Πάντα είχαμε εντάσεις στο σπίτι, ο μπαμπάς ήταν βίαιος προς την μαμά. Την ξυλοκοπούσε συνέχεια. Όλη μου την παιδική ηλικία θυμάμαι να υπάρχουν τέτοια περιστατικά. Ζήλευε και έβρισκε προφάσεις. Ήμουν το παιδί που ήξεραν στο σχολείο ότι ο μπαμπάς του χτυπάει τη μαμά του. Η μαμά μου μας πήγαινε σχολείο και είχε γρατσουνιές στο λαιμό της. Της έλεγε “θα σε σκοτώσω, εμείς θα είμαστε μαζί στη ζωή ή στο θάνατο”. Αυτό ήταν το σκεπτικό του», είπε στην κατάθεσή της η κόρη του θύματος και αναφέρθηκε στη συνέχεια στα χρόνια που ο κατηγορούμενος ήταν στο σπίτι με την οικογένειά του όντας όμως άνεργος κατά διαστήματα και καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.
Η μάρτυρας κατέθεσε χαρακτηριστικά: «Έμεινε χωρίς δουλειά και έπινε. Ήταν περισσότερες ώρες στο σπίτι και οι τσακωμοί ήταν πιο έντονοι. Μετά χώρισαν, πήραν διαζύγιο, εγώ ήμουν 14 ετών τότε. Εκείνος έφυγε στην Αλβανία. Είχαμε πάει να τον δούμε μια φορά εγώ και ο αδελφός μου. Με έπαιρνε τηλέφωνο και με έβριζε και μου έλεγε ότι υποστηρίζω τη μαμά μου. Δεν είχε αποδεχτεί ότι χώριζαν».
Πρόεδρος: Γιατί τον δέχτηκε η μητέρα σας πίσω;
Μάρτυρας: Δεν το ξέρω αυτό. Ήταν μόνη της με δύο παιδιά, ήμουν σχεδόν 16 χρόνων. Ήμουν αρνητική, δεν ήθελα να γυρίσει. Φοβόμουν ότι θα γίνονταν τα ίδια.
Όπως ανέφερε η νεαρή κοπέλα όταν ο πατέρας της επέστρεψε στο σπίτι τους άρχισε και πάλι να πίνει. «Η μαμά δεν το δεχόταν αυτό, ένας όρος για να γυρίσει πίσω ο μπαμπάς ήταν να μην ξαναπιεί», σημείωσε η 22χρονη.
Μάλιστα, νωρίτερα η νεαρή κοπέλα είχε αναφέρει πως ο πατέρας της όταν είχε φύγει από το σπίτι τους, είχε φτάσει στο σημείο να τους παρακολουθεί.
«Πολλές φορές με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε πράγματα που δεν θα μπορούσε να τα ξέρει. Το Πάσχα είχε φύγει η μαμά μου με τον αδερφό μου και ήξερε ότι ήμουν μόνη μου. Μας παρακολουθούσε…», είπε χαρακτηριστικά η κόρη του 52χρονου και σε άλλο σημείο της κατάθεσής της σημείωσε: «Δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον χωρισμό τους. Ένιωθε ότι πάντα θα είναι δίκη του, θα είναι το κτήμα του και δεν θα μπορεί να είναι με κάποιον άλλον. Η μαμά μου είχε πει ότι τον νιώθει πίσω της.
Ακολούθως η 22χρονη χρειάστηκε να ανακαλέσει στη μνήμη της όλα όσα έζησε την ημέρα της δολοφονίας της μητέρας της, στις 16 Μαΐου του 2024.
Είπε στην κατάθεσή της: «Της είχε στείλει κάτι μηνύματα την προηγούμενη ημέρα. Ξύπνησα το πρωί και κάποιος χτύπησε το κουδούνι. Μου είπε ότι είναι μια δημοσιογράφος και με ρώτησε αν ήξερα τι έγινε. Μου έλεγε πως κάτι έχει γίνει. Πήρα την μαμά μου τηλέφωνο και δεν το σήκωσε ενώ πάντα το σήκωνε (…). Κατέβηκα κάτω και έλεγα στους αστυνομικούς ότι είναι η μαμά μου και θέλω να τη δω (…). Από την πρώτη στιγμή είπα ότι την έχει σκοτώσει αυτός! Της έλεγε «θα σε σκοτώσω, εμείς θα είμαστε μαζί στη ζωή ή στο θάνατο». Αυτό ήταν το σκεπτικό του…».
Πρόεδρος: Ήταν αμετανόητος;
Μάρτυρας: Ζήτησε συγγνώμη αλλά δεν το έδειξε με τη συμπεριφορά του…
«Της είχε βάλει το κεφάλι σε ασβέστη»
Στο δικαστήριο κατέθεσε στη συνέχεια ο αδελφός της άτυχης γυναίκας. «Ο κατηγορούμενος μια ζωή θεωρούσε την αδελφή μου κτήμα του. Πάντα υπήρχαν τσακωμοί. Μια φορά της είχε βάλει το κεφάλι σε ασβέστη …», είπε ο μάρτυρας.
Πρόεδρος: Κατοικούσατε κοντά στην αδελφή σας;
Μάρτυρας: Ναι μια ζωή. Πάντα έμενα δίπλα της για προστασία και για διαστήματα άκουγα φασαρίες στο σπίτι τους. Πήγαινα και έβλεπα αυτόν με ένα μαχαίρι και τα παιδιά να κρύβονται πίσω από τους καναπέδες. Αυτό γίνονταν συνέχεια.
Συνεχίζοντας ο μάρτυρας αναφέρθηκε στην απουσία του κατηγορούμενου από την οικογένειά του, όταν χώρισε με την αδελφή του και ήταν στην Αλβανία.
«Για 4 με 5 χρόνια δεν είχαν καμία επαφή, εκείνος ήταν στην Αλβανία. Το 2017 είπαν με την αδελφή μου να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία για τα παιδιά. Ξεκινήσανε τότε ξανά στο γάμο τους και φτάσανε εδώ που φτάσανε» επισήμανε ο μάρτυρας για να προσθέσει: «Ο άνθρωπος αυτός μια ζωή ήταν κακός άνθρωπος. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν να προχωράει μπροστά. Δεν φταίει το ποτό. Είχε πει πολλές φορές στην αδελφή μου ότι «αν χωρίσουμε θα σε σκοτώσω».
«Την αγαπούσα»
Στην απολογία του, στο δικαστήριο, ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε στη γνωριμία του με το θύμα και ενώ η γυναίκα ήταν, όπως είπε, μόλις 16 ετών. Ανέφερε δε, πως η οικογένεια της κοπέλας είχε αντίρρηση σε επικείμενο γάμο τους αλλά τελικά αυτός έγινε το 1999 στην Αλβανία. «Μετά ήρθαμε στην Ελλάδα», είπε ο κατηγορούμενος με τον πρόεδρο να τον ρωτά για τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών του και εκείνον να δυσκολεύεται να τις θυμηθεί! «Την αγαπούσα πάρα πολύ είχαμε όμως καβγάδες, εγώ έπινα», συνέχισε ψύχραιμος ο 52χρονος, ο οποίος νωρίτερα με την έναρξη της δίκης είχε ζητήσει συγνώμη για το έγκλημα που διέπραξε. «Δεν την χτυπούσα. Αυτή πάντα ήθελε να φύγει εγώ δεν την άφηνα», ισχυρίστηκε ακόμη και στη συνέχεια ανέφερε πως η 40χρονη του είχε ζητήσει να φύγει από το σπίτι επειδή έπινε.
Πρόεδρος: Τι έγινε ακριβώς στην πορεία μεταξύ σας;
Κατηγορούμενος: Το 2012 είχαμε λεκτικούς τσακωμούς. Έρχονταν τα αδέλφια της στο σπίτι καβγαδίζαμε και τα βρίσκαμε πάλι…
Πρόεδρος: Πολλοί καβγάδες…
Κατηγορούμενος: Εγώ την αγαπούσα πολύ. Το 2012 μου είπε να χωρίσουμε. Το μόνο πράγμα που είχα είναι ότι έπινα, έπινα μπύρες και τσίπουρο. Δεν ξεπερνούσα τα όρια. Έφυγα από το σπίτι.
Στη συνέχεια της απολογίας του ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε σε εξωσυζυγική σχέση της γυναίκας του το διάστημα που είχαν χωρίσει και ισχυρίστηκε πως ποτέ δεν είχε χτυπήσει το θύμα. Ακολούθως κλήθηκε να περιγράψει τι ακριβώς έγινε την ημέρα που μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τη μητέρα των παιδιών του. «Δεν ζήλεψα καθόλου για την εξωσυζυγική σχέση. Ανησυχούσα για το παιδί μου. Να κοιμάται ο άλλος στο σπίτι το δικό σου; Να κοιμάται στο στρώμα σου που έχεις φτύσει αίμα; Στο δικό σου αυτοκίνητο; Την πλησίασα για να μιλήσουμε…», είπε υποστηρίζοντας πως όλο το βράδυ έπινε τσίπουρο και δεν θυμάται τι έκανε. «Μετά από δύο ήμερες είπα «τι έχω κάνει«; Πως σκότωσα εγώ τη γυναίκα μου; Δεν καταλάβαινα τι έχω κάνει. Μετά το βράδυ ήρθε ο αστυνομικός και μου είπε…», υποστήριξε.
Πρόεδρος: Ο αστυνομικός κατέθεσε ότι το μεσημέρι που σας συνέλαβε του είπατε «εγώ το έκανα και στα α…… μου»!
Κατηγορούμενος: (…) Ένα μεγάλο συγνώμη σε όλους, την αγαπούσα πολύ τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, όλοι μας ζήλευαν. Πως έγινε αυτό δεν ξέρω στο σπίτι το δικό μου.
Πρόεδρος: Θέλετε κάτι άλλο να προσθέσετε;
Κατηγορούμενος: Μόνο τα παιδιά μου να είναι καλά.
«Αποφασισμένος να σκοτώσει»
«Ο κατηγορούμενος ήταν σε πλήρη διαύγεια όταν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται», σημείωσε στην αγόρευσή της στη δίκη η εισαγγελέας της έδρας υπενθυμίζοντας μάλιστα πως ο 52χρονος και το 2013 είχε επιτεθεί στην άτυχη γυναίκα απειλώντας τη να τη σκοτώσει με μαχαίρι.
Κατά την εισαγγελέα το γεγονός που οδήγησε τον κατηγορούμενο στην απόφαση να δολοφονήσει την μητέρα των παιδιών του ήταν ότι «την είχε δει με άλλον άνδρα στο Διαδίκτυο».
«Της κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα και ήταν απολύτως ψύχραιμος και όχι εν βρασμώ ψυχικής ορμής, υπό την επήρεια αλκοόλ», τόνισε η εισαγγελέας της έδρας ζητώντας την ενοχή του 52χρονου όπως κατηγορείται.