Ανέβηκα σε έναν λόφο στην εξοχή.
Μόνος, χωρίς μουσική, χωρίς παρέα, χωρίς προορισμό.
Μόνο για να κοιτάξω. Να αναπνεύσω. Να ακούσω.
Εκεί πάνω, μπροστά στην απεραντοσύνη, προσπάθησα να καταλάβω τι αγαπώ και τι φοβάμαι στη ζωή.
Όχι με λέξεις, αλλά με αισθήσεις. Όχι με λίστες, αλλά με σιωπή.
Κοίταζα τη φύση. Τη γη, τα δέντρα, τα σύννεφα.
Και συνειδητοποίησα κάτι απλό, σχεδόν παιδικό:
Η φύση δεν φοβάται τις αλλαγές.
Δεν προσπαθεί να κρατήσει για πάντα την άνοιξη, ούτε να αποφύγει τον χειμώνα.
Ξέρει ότι κάθε εποχή έχει λόγο ύπαρξης.
Ότι όλα κάνουν τον κύκλο τους. Ότι χωρίς φθορά δεν υπάρχει ανανέωση.
Η φύση δεν ντρέπεται να ξεκουραστεί, δεν νιώθει ενοχή όταν μαζεύεται προς τα μέσα.
Το κάνει με σοφία.
Κι όταν έρθει η ώρα, επιστρέφει. Με νέα άνθη. Με νέα χρώματα.
Και τότε αναρωτήθηκα:
Γιατί εμείς οι άνθρωποι αντιστεκόμαστε τόσο;
Γιατί παλεύουμε με κάθε τρόπο να αποφύγουμε την αλλαγή, την παύση, την εσωστρέφεια;
Γιατί τρέμουμε την ιδέα ότι κάτι τελειώνει, ακόμα κι αν μας πληγώνει;
Μήπως τελικά, αυτό που φοβόμαστε περισσότερο δεν είναι η αλλαγή…
Αλλά η αλήθεια της;
Μήπως φοβόμαστε να μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας, εκεί ψηλά σε έναν λόφο,
χωρίς να μπορούμε να κρυφτούμε πίσω από ρόλους, θορύβους, συνήθειες;
Ίσως τελικά αυτό να είναι το πρώτο βήμα για να μάθουμε τι αγαπάμε στ’ αλήθεια.
Να κάνουμε χώρο για να ξεκουραστούμε.
Να αφήσουμε κάτι παλιό να πέσει.
Και να επιτρέψουμε στο καινούργιο να έρθει.
Όπως κάνει κάθε φορά η φύση.
Αθόρυβα, μαγικά, με πίστη.
Μάκης Πουνέντης