Η Κυριακή με βρίσκει στον καναπέ. Όπως ακριβώς τη θέλω. Με έναν καφέ και το βιβλίο μου στο χέρι!
Κι εγώ —για λίγο— εκτός χρόνου. Αυτές οι μία–δύο ώρες είναι το μικρό μου καταφύγιο. Πριν ξαναφορέσω τη στολή της καθημερινότητας. Πριν το ξυπνητήρι χτυπήσει πάλι την επόμενη μέρα στις 05:00 και μου θυμίσει ότι η ζωή δεν περιμένει κανέναν.
Έξω έχει εκείνη τη σπάνια κυριακάτικη ησυχία. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη σιωπή, μπαίνει ένας ήχος.
Μια μπάλα που χτυπάει στο έδαφος. Ξανά. Και ξανά.
Στην αρχή δε δίνω σημασία. Μετά γίνεται μέρος του χώρου. Ρυθμός. Ανάσα. Ένα παιδάκι παίζει μπάσκετ με τον μπαμπά του, σε μια μικρή αυλή απέναντι. Ο ήχος δεν ενοχλεί. Αντίθετα, καθησυχάζει. Μου θυμίζει κάτι που δεν ξέρω πότε έχασα.
Συνεχίζω να διαβάζω. Ο χρόνος περνά. Ο ήχος μένει.
Και τότε το καταλαβαίνω: κανείς δεν βιάζεται. Ένα παιδί παίζει. Ένας πατέρας είναι εκεί. Αυτό μόνο.
Μέχρι που η στιγμή σπάει.
Φωνές. Ένταση. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Ένας γείτονας, με ρόμπα και εκνευρισμό, φωνάζει από το απέναντι μπαλκόνι. Κάνει παρατήρηση. Όχι γιατί γίνεται κάτι κακό. Αλλά γιατί γίνεται κάτι ζωντανό.
Το παιδί παίζει μπάσκετ με τον μπαμπά του. Σε λίγα τετραγωνικά. Σε μια μικρή μπασκέτα καρφωμένη στον τοίχο. Δεν ενοχλούν. Δεν προκαλούν. Υπάρχουν.
Και κάπου εκεί νιώθω ένα σφίξιμο. Όχι θυμό. Θλίψη.
Πώς γίνεται μια τόσο καθαρή εικόνα —ένα παιδί με τον πατέρα του— να γεννά ενόχληση; Πώς γίνεται ο ήχος της παιδικής χαράς να βαραίνει περισσότερο από τη σιωπή της μοναξιάς; Πότε αρχίσαμε να μπερδεύουμε την ησυχία με την ευτυχία;
Σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα.
Γιορτές που κάποτε σήμαιναν γέλια, παιχνίδια στις αυλές, φωνές χωρίς ωράριο. Τώρα μοιάζουν να επιτρέπονται μόνο αν είναι χαμηλόφωνα. Αν δεν ενοχλούν. Αν δεν θυμίζουν σε κάποιους όσα τους λείπουν.
Κι αναρωτιέμαι: μήπως δεν μας ενοχλεί ο θόρυβος;
Μήπως τελικά μας ενοχλεί η ζωή όταν τη βλέπουμε να συμβαίνει στους άλλους;
Ίσως τελικά αυτός ο ήχος της μπάλας να ήταν το πιο χριστουγεννιάτικο πράγμα που άκουσα φέτος. Ένα παιδί που παίζει. Ένας πατέρας παρών. Μια στιγμή που δεν αγοράζεται, δεν στολίζεται, δεν χωράει σε βιτρίνες.
Μόνο ζει.
Και αν κάτι έχουμε πραγματικά ανάγκη αυτές τις μέρες, δεν είναι περισσότερη σιωπή.
Είναι περισσότερη κατανόηση. Περισσότερη καρδιά. Περισσότερο “άσε το παιδί να παίξει”!
Γιατί όταν σταματάει αυτός ο ήχος, δεν ησυχάζει η γειτονιά. Αδειάζει…
Ίσως κάποτε να μάθουμε πως η ευτυχία δεν είναι αθόρυβη.
Κάνει φασαρία. Και καλά κάνει.
Μάκης Πουνέντης


